φύλο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φύλο | τα | φύλα |
γενική | του | φύλου | των | φύλων |
αιτιατική | το | φύλο | τα | φύλα |
κλητική | φύλο | φύλα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φύλο < αρχαία ελληνική φῦλον < φύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φύλο ουδέτερο
- το καθένα από τα δύο γένη (ανδρικό - γυναικείο) στα οποία διαιρούνται τα έμβια όντα, ανάλογα με τα αναπαραγωγικά τους όργανα.
- (κατ' ευφημισμό) τα γεννητικά όργανα
- σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή και αυτόνομη κοινωνικοπολιτική συγκρότηση· φυλή
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρσενικό/θηλυκό