γεννητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεννητικός < αρχαία ελληνική γεννητικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ni.tiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαγεννητικός, -η, -ο
- που αναφέρεται στη διαδικασία της σεξουαλικής αναπαραγωγής
- γεννητικό σύστημα