Δείτε επίσης: Φυλή, φιλί, φίλη, Φίλη, φίλοι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλή οι φυλές
      γενική της φυλής των φυλών
    αιτιατική τη φυλή τις φυλές
     κλητική φυλή φυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλή, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική race[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φυ‐λή

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυλή θηλυκό

  1. πληθυσμιακή ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενετικά χαρακτηριστικά
    λευκή / μαύρη / κίτρινη φυλή
  2. το έθνος
    η ελληνική φυλή
  3. ομάδα με κοινά γνωρίσματα και κοινό τρόπο ζωής
    η φυλή των Πυγμαίων / των Ινδιάνων
  4. (μεταφορικά) ομάδα με ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά
    οι φυλές της πόλης / των παραθεριστών / των εφήβων

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία