φυλή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φυλή | φυλές |
γενική | φυλής | φυλών |
αιτιατική | φυλή | φυλές |
κλητική | φυλή | φυλές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυλή < αρχαία ελληνική φῦλλον
ΠροφοράΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυλή θηλυκό
- πληθυσμιακή ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενετικά χαρακτηριστικά
- λευκή / μαύρη / κίτρινη φυλή
- το έθνος
- η ελληνική φυλή
- ομάδα με κοινά γνωρίσματα και κοινό τρόπο ζωής
- η φυλή των Πυγμαίων / των Ινδιάνων
- (μεταφορικά) ομάδα με ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά
- οι φυλές της πόλης / των παραθεριστών / των εφήβων