φυλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλή | οι | φυλές |
γενική | της | φυλής | των | φυλών |
αιτιατική | τη | φυλή | τις | φυλές |
κλητική | φυλή | φυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλή, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική race[1]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυλή θηλυκό
- πληθυσμιακή ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενετικά χαρακτηριστικά
- ⮡ λευκή / μαύρη / κίτρινη φυλή
- το έθνος
- ⮡ η ελληνική φυλή
- ομάδα με κοινά γνωρίσματα και κοινό τρόπο ζωής
- ⮡ η φυλή των Πυγμαίων / των Ινδιάνων
- (μεταφορικά) ομάδα με ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά
- ⮡ οι φυλές της πόλης / των παραθεριστών / των εφήβων
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φυλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας