φάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάρα | οι | φάρες |
γενική | της | φάρας | — | |
αιτιατική | τη | φάρα | τις | φάρες |
κλητική | φάρα | φάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική fara (σπόρος, γένος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάρα θηλυκό
- γενικά η οικογένεια, το γένος από το οποίο κατάγεται κάποιος
- ※ Γενεαλογική καταγωγή, όπου η φάρα χαρακτηρίζεται από το όνομα του γενάρχη. Π.χ. Νταλιπέ (Νταλιπαίοι), Αριφέ (Αριφαίοι) κοκ (Καλογιάννης Ιωάννης, Πτυχιακή Εργασία Οι Τσιγγάνοι Στην Ελλάδα. Ο Ρόλος Της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Στις Διαδικασίες Ενσωμάτωσης Και Ένταξής Τους Στην Ελληνική Κοινωνία. Περίπτωση Μελέτης Δήμου Ερέτριας, ΤΕΙ Καλαμάτας Σχολή Διοίκησης Και Οικονομίας, Καλαμάτα, 2002 [1])
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά