γενάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γενάρχης | οι | γενάρχες |
γενική | του | γενάρχη | των | γεναρχών |
αιτιατική | τον | γενάρχη | τους | γενάρχες |
κλητική | γενάρχη | γενάρχες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενάρχης < (ελληνιστική κοινή) < γένος + -άρχης (< ἄρχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενάρχης αρσενικό
- ο πρώτος ονομαστός πρόγονος οικογένειας, έθνους ή γένους