γενάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γενάρχης | οι | γενάρχες |
γενική | του | γενάρχη | των | γεναρχών |
αιτιατική | τον | γενάρχη | τους | γενάρχες |
κλητική | γενάρχη | γενάρχες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γενάρχης < (ελληνιστική κοινή) < γένος + -άρχης (< ἄρχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γενάρχης αρσενικό
- ο πρώτος ονομαστός πρόγονος οικογένειας, έθνους ή γένους
- ※ Γενεαλογική καταγωγή, όπου η φάρα χαρακτηρίζεται από το όνομα του γενάρχη. Π.χ. Νταλιπέ (Νταλιπαίοι), Αριφέ (Αριφαίοι) κοκ (Καλογιάννης Ιωάννης, Πτυχιακή Εργασία Οι Τσιγγάνοι Στην Ελλάδα. Ο Ρόλος Της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Στις Διαδικασίες Ενσωμάτωσης Και Ένταξής Τους Στην Ελληνική Κοινωνία. Περίπτωση Μελέτης Δήμου Ερέτριας, ΤΕΙ Καλαμάτας Σχολή Διοίκησης Και Οικονομίας, Καλαμάτα, 2002 )