Ετυμολογία

επεξεργασία
ancêtre < ancestre < λατινική antecessor

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ancêtre ancêtres

ancêtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο πρόγονος
  2. ο πρόδρομος
  3. ο γενάρχης
  4. (οικείο) ο γέρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία