• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ράτσα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράτσα οι ράτσες
      γενική της ράτσας —
    αιτιατική τη ράτσα τις ράτσες
     κλητική ράτσα ράτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ράτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική razza

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾa.t͡sa/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ράτσα θηλυκό

  1. ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά
    ≈ συνώνυμα: γενιά, φυλή
  2. (κατ’ επέκταση) γενιά, σόι, φυλή
  3. (μεταφορικά) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
  4. (μεταφορικά) τετραπέρατος, πανούργος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ρατσισμός
  • ρατσιστής
  • ρατσίστρια
  • ρατσιστικά
  • ρατσιστικός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • ζώο ράτσας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ράτσα
  • αγγλικά : race (en)
  • γαλλικά : race (fr)
  • γερμανικά : Rasse (de)
  • εσπεράντο : raso (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ράτσα&oldid=6642972"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Μαρτίου 2024, στις 21:02

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Polski
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Μαρτίου 2024, στις 21:02.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας