ράτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράτσα | οι | ράτσες |
γενική | της | ράτσας | — | |
αιτιατική | τη | ράτσα | τις | ράτσες |
κλητική | ράτσα | ράτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ράτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική razza
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράτσα θηλυκό
- ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά
- (κατ’ επέκταση) γενιά, σόι, φυλή
- (μεταφορικά) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
- (μεταφορικά) τετραπέρατος, πανούργος