ζωικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωικός | η | ζωική | το | ζωικό |
γενική | του | ζωικού | της | ζωικής | του | ζωικού |
αιτιατική | τον | ζωικό | τη | ζωική | το | ζωικό |
κλητική | ζωικέ | ζωική | ζωικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωικοί | οι | ζωικές | τα | ζωικά |
γενική | των | ζωικών | των | ζωικών | των | ζωικών |
αιτιατική | τους | ζωικούς | τις | ζωικές | τα | ζωικά |
κλητική | ζωικοί | ζωικές | ζωικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζωϊκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαζωικός
- που αποτελείται από ζώα, π.χ. ζωικό βασίλειο
- που προέρχεται από, ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στα ζώα
- που αναφέρεται στη ζωή