ζωϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ζωϊκός | ἡ | ζωϊκή | τὸ | ζωϊκόν |
γενική | τοῦ | ζωϊκοῦ | τῆς | ζωϊκῆς | τοῦ | ζωϊκοῦ |
δοτική | τῷ | ζωϊκῷ | τῇ | ζωϊκῇ | τῷ | ζωϊκῷ |
αιτιατική | τὸν | ζωϊκόν | τὴν | ζωϊκήν | τὸ | ζωϊκόν |
κλητική ὦ! | ζωϊκέ | ζωϊκή | ζωϊκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ζωϊκοί | αἱ | ζωϊκαί | τὰ | ζωϊκᾰ́ |
γενική | τῶν | ζωϊκῶν | τῶν | ζωϊκῶν | τῶν | ζωϊκῶν |
δοτική | τοῖς | ζωϊκοῖς | ταῖς | ζωϊκαῖς | τοῖς | ζωϊκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ζωϊκούς | τὰς | ζωϊκᾱ́ς | τὰ | ζωϊκᾰ́ |
κλητική ὦ! | ζωϊκοί | ζωϊκαί | ζωϊκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωϊκώ | τὼ | ζωϊκᾱ́ | τὼ | ζωϊκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ζωϊκοῖν | τοῖν | ζωϊκαῖν | τοῖν | ζωϊκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζωϊκός, -ή, -όν
- που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται στα ζώα
Πηγές επεξεργασία
- ζωϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.