animal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαanimal (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαanimal (en)
Πηγές
επεξεργασία- animal - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- animal - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαanimal (fr)
- ζωικός
- ↪ le règne animal - το ζωικό βασίλειο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
animal | animaux |
animal (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- animal - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- animal - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαanimal (es)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαanimal (es)
Πηγές
επεξεργασία- animal - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanimal (la)
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | animal | animalia |
γενική | animalis | animalium |
δοτική | animalī | animalibus |
αιτιατική | animal | animalia |
κλητική | animal | animalia |
αφαιρετική | animali | animalibus |
Πηγές
επεξεργασία- animal - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαanimal (ro)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική-αιτιατική | animal | animale |
έναρθρο | animalul | animalele |
δοτική-αιτιατική | animalului | animalelor |
κλητική | animalule | animalelor |
animal (ro)