Ετυμολογία

επεξεργασία
animalcule < animal, κατά το homoncule

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ni.mal.kyl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
animalcule animalcules

animalcule (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη animal