Ετυμολογία

επεξεργασία
animalier < animal

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ni.ma.lje/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό animalier animaliers
θηλυκό animalière animalières

animalier (fr)

  1. σχετικός με τα ζώα


  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό animalier animaliers
θηλυκό animalière animalières

animalier (fr)

  1. ζωγράφος ή γλύπτης ζώων
  2. υπεύθυνος της φροντίδας των ζώων σε κατάστημα ή κέντρο ερευνών


Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη animal