animalier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- animalier < animal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ni.ma.lje/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | animalier | animaliers |
θηλυκό | animalière | animalières |
animalier (fr)
- σχετικός με τα ζώα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | animalier | animaliers |
θηλυκό | animalière | animalières |
animalier (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη animal