Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έναρθρος η έναρθρη το έναρθρο
      γενική του έναρθρου της έναρθρης του έναρθρου
    αιτιατική τον έναρθρο την έναρθρη το έναρθρο
     κλητική έναρθρε έναρθρη έναρθρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έναρθροι οι έναρθρες τα έναρθρα
      γενική των έναρθρων των έναρθρων των έναρθρων
    αιτιατική τους έναρθρους τις έναρθρες τα έναρθρα
     κλητική έναρθροι έναρθρες έναρθρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έναρθρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

έναρθρος

  1. που έχει αρθρώσεις ή αρθρώματα, αρθρωτός
  2. (γραμματική) που εκφέρεται μαζί με το αντίστοιχο άρθρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία