έναρθρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έναρθρος | η | έναρθρη | το | έναρθρο |
γενική | του | έναρθρου | της | έναρθρης | του | έναρθρου |
αιτιατική | τον | έναρθρο | την | έναρθρη | το | έναρθρο |
κλητική | έναρθρε | έναρθρη | έναρθρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έναρθροι | οι | έναρθρες | τα | έναρθρα |
γενική | των | έναρθρων | των | έναρθρων | των | έναρθρων |
αιτιατική | τους | έναρθρους | τις | έναρθρες | τα | έναρθρα |
κλητική | έναρθροι | έναρθρες | έναρθρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έναρθρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
έναρθρος
- που έχει αρθρώσεις ή αρθρώματα, αρθρωτός
- (γραμματική) που εκφέρεται μαζί με το αντίστοιχο άρθρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έναρθρος
|