ενδιάθετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδιάθετος < (ελληνιστική κοινή) ἐνδιάθετος < αρχαία ελληνική διατίθημι < τίθημι
Επίθετο
επεξεργασίαενδιάθετος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδιάθετος
|