ενδόμυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδόμυχος < αρχαία ελληνική ἐνδόμυχος (που βρίσκεται στο βάθος του σπιτιού)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /enˈðo.mi.xos/
Επίθετο
επεξεργασίαενδόμυχος, -η, -ο
- που βρίσκεται στο βάθος του νου, της συνείδησης, της σκέψης ή της ψυχής
- ※ Οι Έλληνες, αν κι έχουν μερικά κοινά ελαττώματα με τους Ιταλούς, είχανε πάντα γι' αυτούς μια ενδόμυχη περιφρόνηση - τους θεωρούσανε τζερεμέδες. Κι ήταν και τουτο ένας παράγοντας που συντέλεσε στο «αλβανικό έπος». Ένας άλλος παράγοντας, που πολύ λίγοι τον πρόσεξαν κι ακόμα πιο λίγοι τον επισήμαναν, ήταν η άρνηση του ιταλικού λαού να πολεμήσει σ'έναν πόλεμο που δεν τον νογούσε (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, 2014)