νογάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νογάω < πιθανόν μεσαιωνικό νογῶ + -άω < αρχαία ελληνική νοῶ, συνηρημένου τύπυ του νοέω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικού ⟨γ⟩ για αποφυγή της χασμωδίας
Ρήμα
επεξεργασίανογάω, πρτ.: νογούσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (δημοτική, λογοτεχνικό) αντιλαμβάνομαι, νιώθω, καταλαβαίνω
- ※ Οι Έλληνες, αν κι έχουν μερικά κοινά ελαττώματα με τους Ιταλούς, είχανε πάντα γι' αυτούς μια ενδόμυχη περιφρόνηση - τους θεωρούσανε τζερεμέδες. Κι ήταν και τουτο ένας παράγοντας που συντέλεσε στο «αλβανικό έπος». Ένας άλλος παράγοντας, που πολύ λίγοι τον πρόσεξαν κι ακόμα πιο λίγοι τον επισήμαναν, ήταν η άρνηση του ιταλικού λαού να πολεμήσει σ'έναν πόλεμο που δεν τον νογούσε (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, 2014)
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νογάω
|
Πηγές
επεξεργασία- νογάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας