Ετυμολογία

επεξεργασία
νογάω < πιθανόν μεσαιωνικό νογῶ + -άω < αρχαία ελληνική νοῶ, συνηρημένου τύπυ του νοέω με ανάπτυξη μεσοφωνηεντικούγ⟩ για αποφυγή της χασμωδίας

νογάω, πρτ.: νογούσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (δημοτική, λογοτεχνικό) αντιλαμβάνομαι, νιώθω, καταλαβαίνω
    ※  Οι Έλληνες, αν κι έχουν μερικά κοινά ελαττώματα με τους Ιταλούς, είχανε πάντα γι' αυτούς μια ενδόμυχη περιφρόνηση - τους θεωρούσανε τζερεμέδες. Κι ήταν και τουτο ένας παράγοντας που συντέλεσε στο «αλβανικό έπος». Ένας άλλος παράγοντας, που πολύ λίγοι τον πρόσεξαν κι ακόμα πιο λίγοι τον επισήμαναν, ήταν η άρνηση του ιταλικού λαού να πολεμήσει σ'έναν πόλεμο που δεν τον νογούσε (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, 2014)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία