τζερεμές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατζερεμές αρσενικό
- τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές, το πρόστιμο
- ※ να εύρητε εις το εξής κάθε χριστιανός της Κρήτης την ησυχίαν και ανάπαυσίν του, και να ηξεύρητε ότι θέλουν παύσει πλέον όλα τα πρώτα, ήγουν μήτε αγγαρίαις, μήτε τζερεμέδες ουδέ ζουλούμια θέλετε έχει πλέον. Χωρίς δε την εδικήν μας άδιεαν κανείς Τούρκος εις το εξής μικρός ή μεγάλος είτε εντόπιος είτε ξένος δεν θέλει ημπορέσει να εμβαίνη εις τα σπήτια σας (Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, 1859, σελ. 582 [1])
- (συνεκδοχικά) ζημιά η οποία βαρύνει κάποιον ενώ δεν ευθύνεται γι' αυτήν
- ※ Ήδη, διαφαίνεται ότι έχουμε μια γενιά 60ρηδων, που ξοδεύει τα «φράγκα» της – εκτός των άλλων – για να αισθάνεται νεώτερη, ενώ οι νέοι, όπως πάει το πράγμα, θα γερνάνε πριν την ώρα τους πληρώνοντας τους «τζερεμέδες». (Από τους 60άρηδες στους… 40άρηδες, kozanilife.gr, 13/05/2013 [2])
- (μεταφορικά) άνθρωπος τεμπέλης και άχρηστος
- ※ Οι Έλληνες, αν κι έχουν μερικά κοινά ελαττώματα με τους Ιταλούς, είχανε πάντα γι' αυτούς μια ενδόμυχη περιφρόνηση - τους θεωρούσανε τζερεμέδες. Κι ήταν και τούτο ένας παράγοντας που συντέλεσε στο «αλβανικό έπος». Ένας άλλος παράγοντας, που πολύ λίγοι τον πρόσεξαν κι ακόμα πιο λίγοι τον επισήμαναν, ήταν η άρνηση του ιταλικού λαού να πολεμήσει σ'έναν πόλεμο που δεν τον νογούσε (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, 2014)