τζερεμές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζερεμές αρσενικό
- τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές, το πρόστιμο
- (συνεκδοχικά) ζημιά η οποία βαρύνει κάποιον ενώ δεν ευθύνεται γι' αυτήν
- (μεταφορικά) άνθρωπος τεμπέλης και άχρηστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζερεμές
|