Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζερεμές οι τζερεμέδες
      γενική του τζερεμέ των τζερεμέδων
    αιτιατική τον τζερεμέ τους τζερεμέδες
     κλητική τζερεμέ τζερεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζερεμές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cereme < αραβική غرامة (ghrama, πρόστιμο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζερεμές αρσενικό

  1. τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές, το πρόστιμο
  2. (συνεκδοχικά) ζημιά η οποία βαρύνει κάποιον ενώ δεν ευθύνεται γι' αυτήν
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος τεμπέλης και άχρηστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία