Δείτε επίσης: τζερεμές, Τζερεμές, Ντζερεμές
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντζερεμές οι ντζερεμέδες
      γενική του ντζερεμέ των ντζερεμέδων
    αιτιατική τον ντζερεμέ τους ντζερεμέδες
     κλητική ντζερεμέ ντζερεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντζερεμές < (άμεσο δάνειο) τουρκική cereme < αραβική غرامة (ghrama, πρόστιμο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντζερεμές αρσενικό

  • άλλη γραφή του τζερεμές
    ※  Μια κυρά στο παραθύρι, βάφει φρύδια με σουρμέ, ας την φίλουν ο καϋμένος, κι ας πληρώσω ντζερεμέ. (Κ. Τεφαρίκης, Ἀνθολογίας ασμάτων μέρος Αʹ. Λιανοτράγουδα ἠτοι συλλογή δίστιχων δημοτικών ασμάτων, Ἐκδοσις δευτέρα, 1868, σελ. 98 [1])