πρόστιμο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόστιμο | τα | πρόστιμα |
γενική | του | προστίμου & πρόστιμου |
των | προστίμων |
αιτιατική | το | πρόστιμο | τα | πρόστιμα |
κλητική | πρόστιμο | πρόστιμα | ||
Και λαϊκότροπος πληθυντικός προστίματα | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόστιμο < (ελληνιστική κοινή) πρόστιμον < αρχαία ελληνική πρός + τιμή < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (πρόστιμο, αξία)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.mo/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόστιμο ουδέτερο
- (νομικός όρος) ποινή καταβολής χρηματικού ποσού, που επιβάλλεται από δικαστική ή διοικητική αρχή για παραπτώματα ή παραβάσεις
Επεξεργασία
- προστιμάρω
- → δείτε τις λέξεις προς και τιμή
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στον πληθυντικό απαντά και ο προφορικός, λαϊκός τύπος προστίματα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόστιμο