προστιμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροστιμάρω
- (λαϊκότροπο) επιβάλλω σε κάποιον πρόστιμο
Συγγενικά
επεξεργασία- προστιμάρισμα
- → δείτε τις λέξεις πρόστιμο και τιμή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προστιμάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προστιμάρω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)