fine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fine |
συγκριτικός | finer |
υπερθετικός | finest |
fine (en)
Επίρρημα
επεξεργασία- καλώς, με τρόπο αποδεκτό ή αρκετά καλό
- ⮡ Fine, do what you think.
- Καλώς, κάνε αυτό που νομίζεις.
- ⮡ Fine, do what you think.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fine | fines |
fine (en)
- το πρόστιμο
- ⮡ He imposed a fine on him for his first violation.
- Του επέβαλε πρόστιμο για την πρώτη του παράβαση.
- ⮡ He was penalized with a fine of a thousand euros.
- Τιμωρήθηκε με πρόστιμο χιλίων ευρώ.
- ⮡ I got away with only a fine.
- Τη γλίτωσα μόνο μ' ένα πρόστιμο.
- ⮡ He imposed a fine on him for his first violation.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fines |
αόριστος | fined |
παθητική μετοχή | fined |
ενεργητική μετοχή | fining |
fine (en)
- επιβάλλω πρόστιμο, τιμωρώ με πρόστιμο
- ⮡ He fined him for his first violation.
- Του επέβαλε πρόστιμο για την πρώτη του παράβαση.
- ⮡ He was fined a thousand euros.
- Τιμωρήθηκε με πρόστιμο χιλίων ευρώ.
- ⮡ He fined him for his first violation.
Πηγές
επεξεργασία- fine (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- fine (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- fine (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fine (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfine (eo)