fine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fine | fines |
fine (en)
Επίθετο
επεξεργασίαfine (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fines |
αόριστος | fined |
παθητική μετοχή | fined |
ενεργητική μετοχή | fining |
fine (en)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfine (eo)