Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fine
συγκριτικός finer
υπερθετικός finest

fine (en)

  Επίρρημα

επεξεργασία

fine (en) (ανεπίσημο)

  • καλώς, με τρόπο αποδεκτό ή αρκετά καλό
    ⮡  Fine, do what you think.
    Καλώς, κάνε αυτό που νομίζεις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fine fines

fine (en)

  • το πρόστιμο
    ⮡  He imposed a fine on him for his first violation.
    Του επέβαλε πρόστιμο για την πρώτη του παράβαση.
    ⮡  He was penalized with a fine of a thousand euros.
    Τιμωρήθηκε με πρόστιμο χιλίων ευρώ.
    ⮡  I got away with only a fine.
    Τη γλίτωσα μόνο μ' ένα πρόστιμο.
ενεστώτας fine
γ΄ ενικό ενεστώτα fines
αόριστος fined
παθητική μετοχή fined
ενεργητική μετοχή fining

fine (en)

  • επιβάλλω πρόστιμο, τιμωρώ με πρόστιμο
    ⮡  He fined him for his first violation.
    Του επέβαλε πρόστιμο για την πρώτη του παράβαση.
    ⮡  He was fined a thousand euros.
    Τιμωρήθηκε με πρόστιμο χιλίων ευρώ.



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fine < fin- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

fine (eo)