Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fine fines

fine (en)

  Επίθετο

επεξεργασία

fine (en)

ενεστώτας fine
γ΄ ενικό ενεστώτα fines
αόριστος fined
παθητική μετοχή fined
ενεργητική μετοχή fining

fine (en)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
fine < fin- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

fine (eo)