Ουσιαστικό

επεξεργασία

contravention (en)



      ενικός         πληθυντικός  
contravention contraventions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contravention (fr) θηλυκό

  1. η παράβαση
  2. το πρόστιμο

Συγγενικά

επεξεργασία