contravention
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
contravention (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
contravention | contraventions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
contravention (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη contrevenir