πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράβαση οι παραβάσεις
      γενική της παράβασης* των παραβάσεων
    αιτιατική την παράβαση τις παραβάσεις
     κλητική παράβαση παραβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράβαση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία παραβαίνω ένα νόμο ή κανονισμό ή όρο συμφωνίας
     συνώνυμα: παραβίαση
    τροχαία παράβαση, αγορανομικές παραβάσεις
  2. (θέατρο) τμήμα της αρχαίας κωμωδίας στο οποίο ο χορός απευθύνεται άμεσα στο κοινό
     δείτε τη λέξη απεύθυνση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία