καταβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβολή (σπορά, θεμελίωμα, πληρωμή)[1] < καταβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + βολή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βο‐λή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταβολή θηλυκό
- η χρησιμοποίηση, η διάθεση δύναμης ή ενέργειας
- απαιτείται η καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας
- (για χρήματα) πληρωμή ή κατάθεση
- οι απαγωγείς ζητούν την καταβολή λύτρων
- εξασθένιση
- ο τάδε παρουσιάζει καταβολή δυνάμεων
- το ξεκίνημα, η δημιουργία του κόσμου
- "..του αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου." Αποκάλυψη 13:8"
Συγγενικά
επεξεργασίασύνθετα
και
- καταβολάδα
- καταβολιάζω
- → και δείτε τις λέξεις καταβάλλω και βολή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καταβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας