• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξασθένιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξασθένιση οι εξασθενίσεις
      γενική της εξασθένισης* των εξασθενίσεων
    αιτιατική την εξασθένιση τις εξασθενίσεις
     κλητική εξασθένιση εξασθενίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξασθενίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξασθένιση < εξασθενίζω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξασθένιση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξασθενίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • εξασθένηση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις εξασθενίζω, ασθενής και σθένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξασθένιση
  • αγγλικά : enfeeblement (en), enervation (en), weakness (en)
  • γαλλικά : affaiblissement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξασθένιση&oldid=5471748"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:54

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:54.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας