εξασθενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξασθενίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξασθενέω / ἐξασθενῶ < → δείτε τις λέξεις ἐξ και σθένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.sθeˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐σθε‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξασθενίζω, αόρ.: εξασθένισα, μτχ.π.π.: εξασθενισμένος (χωρίς παθητική φωνή)[1]
- κάνω κάτι πιο ασθενές, του μειώνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
- γίνομαι πιο ασθενής, χάνω την ένταση ή την αποτελεσματικότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΔείτε και το ρήμα εξασθενώ, εξασθένησα, εξασθενημένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξασθενίζω | εξασθένιζα | θα εξασθενίζω | να εξασθενίζω | εξασθενίζοντας | |
β' ενικ. | εξασθενίζεις | εξασθένιζες | θα εξασθενίζεις | να εξασθενίζεις | εξασθένιζε | |
γ' ενικ. | εξασθενίζει | εξασθένιζε | θα εξασθενίζει | να εξασθενίζει | ||
α' πληθ. | εξασθενίζουμε | εξασθενίζαμε | θα εξασθενίζουμε | να εξασθενίζουμε | ||
β' πληθ. | εξασθενίζετε | εξασθενίζατε | θα εξασθενίζετε | να εξασθενίζετε | εξασθενίζετε | |
γ' πληθ. | εξασθενίζουν(ε) | εξασθένιζαν εξασθενίζαν(ε) |
θα εξασθενίζουν(ε) | να εξασθενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξασθένισα | θα εξασθενίσω | να εξασθενίσω | εξασθενίσει | ||
β' ενικ. | εξασθένισες | θα εξασθενίσεις | να εξασθενίσεις | εξασθένισε | ||
γ' ενικ. | εξασθένισε | θα εξασθενίσει | να εξασθενίσει | |||
α' πληθ. | εξασθενίσαμε | θα εξασθενίσουμε | να εξασθενίσουμε | |||
β' πληθ. | εξασθενίσατε | θα εξασθενίσετε | να εξασθενίσετε | εξασθενίστε | ||
γ' πληθ. | εξασθένισαν εξασθενίσαν(ε) |
θα εξασθενίσουν(ε) | να εξασθενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξασθενίσει | είχα εξασθενίσει | θα έχω εξασθενίσει | να έχω εξασθενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξασθενίσει | είχες εξασθενίσει | θα έχεις εξασθενίσει | να έχεις εξασθενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξασθενίσει | είχε εξασθενίσει | θα έχει εξασθενίσει | να έχει εξασθενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξασθενίσει | είχαμε εξασθενίσει | θα έχουμε εξασθενίσει | να έχουμε εξασθενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξασθενίσει | είχατε εξασθενίσει | θα έχετε εξασθενίσει | να έχετε εξασθενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξασθενίσει | είχαν εξασθενίσει | θα έχουν εξασθενίσει | να έχουν εξασθενίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξασθενισμένος - είμαστε, είστε, είναι εξασθενισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξασθενισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξασθενισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξασθενισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξασθενισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξασθενισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξασθενισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γίνομαι πιο ασθενής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)