affaiblir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαaffaiblir (fr) παθητική φωνή: s'affaiblir
- κάνω κάτι να εξασθενίσει (εξασθενήσει), να ατονήσει, εξασθενίζω, αποδυναμώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- affaiblir - κλίση στο γαλλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- affaiblir - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- affaiblir - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online