Δείτε επίσης: ἀτονῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ατονώ < αρχαία ελληνική ἀτονέω / ἀτονῶ

ατονώ

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) εξασθενώ, εξαντλούμαι
  2. δεν έχω διάθεση να ενεργήσω, να δράσω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία