Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
decline declines

decline (en)

  1. πτώση, κίνηση προς τα κάτω
  2. κατωφέρεια σε δρόμο, κατωφερής πλαγιά
  3. εξασθένιση, παρακμή

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας decline
γ΄ ενικό ενεστώτα declines
αόριστος declined
παθητική μετοχή declined
ενεργητική μετοχή declining

decline (en)

  1. (αμετάβατο) πέφτω, εξασθενώ, φθίνω, μειώνομαι, γίνομαι λιγότερος ή πιο αδύναμος
    The birthrate in our country is declining.
    Ο αριθμός των γεννήσεων στη χώρα μας πέφτει.
    The old man’s health is beginning to decline.
    Ο γέρας άρχισε να πέφτει.
    His influence/power has begun to decline.
    Η επιρροή/δύναμη του έχει αρχίσει να εξασθενίζει/μειώνεται.
    Is crime declining or not?
    Φθίνει η εγκληματικότητα ή όχι;
     συνώνυμα:  cool, cool down, cool off, drop, drop off, fall, fall off, go down, on the decline, plummet, slump και tumble
  2. (μεταβατικό, επίσημο) αρνούμαι (πχ μία προσφορά, μία πρόσκληση κλπ)
     συνώνυμα: refuse
  3. (μεταβατικό, γραμματική) κλίνω ένα ουσιαστικό ή επίθετο ή αντωνυμία
    ”Το ίδιος” declines similarly to the adjective “τίμιος, -α, -ο”.
    «Το ίδιος» κλίνεται σύμφωνα με το επίθετο «τίμιος, -α, -ο».
    → δείτε τη λέξη conjugate

  Πηγές επεξεργασία