refuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrefuse (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- τα σκουπίδια, τα απορρίμματα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | refuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refuses |
αόριστος | refused |
παθητική μετοχή | refused |
ενεργητική μετοχή | refusing |
refuse (en)