Ουσιαστικό

επεξεργασία

refuse (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

ενεστώτας refuse
γ΄ ενικό ενεστώτα refuses
αόριστος refused
παθητική μετοχή refused
ενεργητική μετοχή refusing

refuse (en)

  • αρνούμαι
    ⮡  I refuse to do what the others are doing.
    Αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι.
    ⮡  The coach has refused to train this team.
    Η προπονήτρια έχει αρνηθεί να προπονήσει αυτή την ομάδα.
    ⮡  He left refusing to say anything.
    Έφυγε αρνούμενος να πει κάτι.
     συνώνυμα: decline