refuse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrefuse (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- τα σκουπίδια, τα απορρίμματα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | refuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refuses |
αόριστος | refused |
παθητική μετοχή | refused |
ενεργητική μετοχή | refusing |
refuse (en)
- αρνούμαι
- ⮡ I refuse to do what the others are doing.
- Αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι.
- ⮡ The coach has refused to train this team.
- Η προπονήτρια έχει αρνηθεί να προπονήσει αυτή την ομάδα.
- ⮡ He left refusing to say anything.
- Έφυγε αρνούμενος να πει κάτι.
- ⮡ Don’t hold it against me for refusing.
- Μη μου κρατάς κακία που αρνήθηκα.
- ≈ συνώνυμα: decline
- ⮡ I refuse to do what the others are doing.