refusal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refusal | refusals |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrefusal (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η άρνηση
- ⮡ The issue is complicated by his refusal.
- Το θέμα περιπλέκεται από την άρνησή του.
- ⮡ The issue is complicated by his refusal.