trash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (αμερικανική σημασία) τα σκουπίδια, τα απορρίμματα
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | trash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trashes |
αόριστος | trashed |
παθητική μετοχή | trashed |
ενεργητική μετοχή | trashing |
trash (en)
- (μεταβατικό, αμερικανική σημασία) πετάω κάτι ως άχρηστο