Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακμή οι παρακμές
      γενική της παρακμής των παρακμών
    αιτιατική την παρακμή τις παρακμές
     κλητική παρακμή παρακμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακμή < (ελληνιστική κοινήπαρακμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακμή θηλυκό

  • η βαθμιαία πτώση της πολιτικής, στρατιωτικής, οικονομικής ισχύος ενός κράτους, ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία