Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
decay decays

decay (en)

ενεστώτας decay
γ΄ ενικό ενεστώτα decays
αόριστος decayed
παθητική μετοχή decayed
ενεργητική μετοχή decaying

decay (en)

  1. παρακμάζω, φθίνω, σαπίζω
  2. αποσυντίθεμαι
    ⮡  The organic matter that decays will attract insects.
    Η οργανική ύλη που αποσυντίθεται θα προσελκύσει τα έντομα.