σαπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαπίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαπίζω[1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐πί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασαπίζω, αόρ.: σάπισα, μτχ.π.π.: σαπισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι σάπιος, αλλοιώνομαι, αποσυντίθεμαι
- (μεταβατικό) κάνω κάτι σάπιο
- (μεταφορικά) βρίσκομαι για πολύ καιρό σε περιβάλλον με υγρασία και ως εκ τούτου υποφέρω
- (μεταφορικά) είμαι (ηθικά) διεφθαρμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- σαπίζω στη φυλακή: είμαι φυλακισμένος για πολλά χρόνια
- σαπίζω στο ξύλο: ξυλοκοπώ χωρίς έλεος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαπίζω | σάπιζα | θα σαπίζω | να σαπίζω | σαπίζοντας | |
β' ενικ. | σαπίζεις | σάπιζες | θα σαπίζεις | να σαπίζεις | σάπιζε | |
γ' ενικ. | σαπίζει | σάπιζε | θα σαπίζει | να σαπίζει | ||
α' πληθ. | σαπίζουμε | σαπίζαμε | θα σαπίζουμε | να σαπίζουμε | ||
β' πληθ. | σαπίζετε | σαπίζατε | θα σαπίζετε | να σαπίζετε | σαπίζετε | |
γ' πληθ. | σαπίζουν(ε) | σάπιζαν σαπίζαν(ε) |
θα σαπίζουν(ε) | να σαπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σάπισα | θα σαπίσω | να σαπίσω | σαπίσει | ||
β' ενικ. | σάπισες | θα σαπίσεις | να σαπίσεις | σάπισε | ||
γ' ενικ. | σάπισε | θα σαπίσει | να σαπίσει | |||
α' πληθ. | σαπίσαμε | θα σαπίσουμε | να σαπίσουμε | |||
β' πληθ. | σαπίσατε | θα σαπίσετε | να σαπίσετε | σαπίστε | ||
γ' πληθ. | σάπισαν σαπίσαν(ε) |
θα σαπίσουν(ε) | να σαπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαπίσει | είχα σαπίσει | θα έχω σαπίσει | να έχω σαπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαπίσει | είχες σαπίσει | θα έχεις σαπίσει | να έχεις σαπίσει | έχε σαπισμένο | |
γ' ενικ. | έχει σαπίσει | είχε σαπίσει | θα έχει σαπίσει | να έχει σαπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαπίσει | είχαμε σαπίσει | θα έχουμε σαπίσει | να έχουμε σαπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαπίσει | είχατε σαπίσει | θα έχετε σαπίσει | να έχετε σαπίσει | έχετε σαπισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σαπίσει | είχαν σαπίσει | θα έχουν σαπίσει | να έχουν σαπίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σαπισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σαπισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σαπισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σαπισμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σαπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας