Ετυμολογία

επεξεργασία
σαπίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαπίζω[1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saˈpi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐πί‐ζω

σαπίζω, αόρ.: σάπισα, μτχ.π.π.: σαπισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γίνομαι σάπιος, αλλοιώνομαι, αποσυντίθεμαι
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι σάπιο
  3. (μεταφορικά) βρίσκομαι για πολύ καιρό σε περιβάλλον με υγρασία και ως εκ τούτου υποφέρω
  4. (μεταφορικά) είμαι (ηθικά) διεφθαρμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. σαπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας