σάπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σάπιος | η | σάπια | το | σάπιο |
γενική | του | σάπιου | της | σάπιας | του | σάπιου |
αιτιατική | τον | σάπιο | τη | σάπια | το | σάπιο |
κλητική | σάπιε | σάπια | σάπιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σάπιοι | οι | σάπιες | τα | σάπια |
γενική | των | σάπιων | των | σάπιων | των | σάπιων |
αιτιατική | τους | σάπιους | τις | σάπιες | τα | σάπια |
κλητική | σάπιοι | σάπιες | σάπια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάπιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σάπιος < σαπίζω με (αναδρομικό σχηματισμό) < αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsa.pços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐πιος
Επίθετο
επεξεργασίασάπιος, -ια, -ιο
- (για οργανική ύλη) που έχει αποσυντεθεί
- (για άλλα υλικά) διαβρωμένος
- (μεταφορικά) διεφθαρμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- άσ' τα σάπια: άσε την υποκρισία, τα ψέματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σάπιος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάπιος < σαπίζω με (αναδρομικό σχηματισμό) < αρχαία ελληνική σήπομαι (αόριστος: ἐσάπην), παθητική φωνή του ρήματος σήπω[1][2]
Επίθετο
επεξεργασίασάπιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σάπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.