διεφθαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διεφθαρμένος: αρχαία ελληνική διεφθαρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαφθείρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corrompu)
Μετοχή
επεξεργασία
διεφθαρμένος αρσενικό, διεφθαρμένη θηλυκό, διεφθαρμένο ουδέτερο
- που έχει διαφθαρεί
- που έχει οδηγηθεί στην ανηθικότητα, ιδίως στον σεξουαλικό τομέα
- που έχει παρασυρθεί σε ανήθικες πράξεις
- που έχει καταπατήσει την ηθική, τους γραπτούς ή άγραφους νόμους, κατά τρόπο συστηματικό, και ιδίως για (κρατικό) λειτουργό ή υπάλληλο που έχει δωροδοκηθεί
- (σπάνιο) κατεστραμμένος