Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
crooked
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
crooked
(en)
λοξός
(όχι ίσιος ή τοποθετημένος στραβά)
ανέντιμος
ή
παράνομος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
crooked
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
crook