Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

crooked (en)

  1. λοξός (όχι ίσιος ή τοποθετημένος στραβά)
  2. ανέντιμος ή παράνομος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

crooked (en)