Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατεστραμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατεστραμμέν
ος
η
κατεστραμμέν
η
το
κατεστραμμέν
ο
γενική
του
κατεστραμμέν
ου
της
κατεστραμμέν
ης
του
κατεστραμμέν
ου
αιτιατική
τον
κατεστραμμέν
ο
την
κατεστραμμέν
η
το
κατεστραμμέν
ο
κλητική
κατεστραμμέν
ε
κατεστραμμέν
η
κατεστραμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατεστραμμέν
οι
οι
κατεστραμμέν
ες
τα
κατεστραμμέν
α
γενική
των
κατεστραμμέν
ων
των
κατεστραμμέν
ων
των
κατεστραμμέν
ων
αιτιατική
τους
κατεστραμμέν
ους
τις
κατεστραμμέν
ες
τα
κατεστραμμέν
α
κλητική
κατεστραμμέν
οι
κατεστραμμέν
ες
κατεστραμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατεστραμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταστρέφω
,
καταστρέφομαι
Μετοχή
επεξεργασία
κατεστραμμένος, -η, -ο
που έχει
καταστραφεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
καταστραμμένος
καταστρεμμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
διαλυμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κατασκευασμένος
φτιαγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατεστραμμένος
αγγλικά
:
destroyed
(en)
,
ruined
(en)
,
devastated
(en)
γαλλικά
:
ablagé
(fr)
,
détruit
(fr)