gâté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gâté | gâtés |
θηλυκό | gâtée | gâtées |
Επίθετο
επεξεργασίαgâté (fr)
- χαλασμένος, που αρχίζει να σαπίζει
- fruit gâté - χαλασμένο (σάπιο) φρούτο
- κακομαθημένος
- un enfant gâté - ένα κακομαθημένο παιδί