γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό gâté gâtés
θηλυκό gâtée gâtées

  Επίθετο

επεξεργασία

gâté (fr)

  1. χαλασμένος, που αρχίζει να σαπίζει
    fruit gâté - χαλασμένο (σάπιο) φρούτο
  2. κακομαθημένος
    un enfant gâté - ένα κακομαθημένο παιδί