Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαλασμέν
ος
η
χαλασμέν
η
το
χαλασμέν
ο
γενική
του
χαλασμέν
ου
της
χαλασμέν
ης
του
χαλασμέν
ου
αιτιατική
τον
χαλασμέν
ο
τη
χαλασμέν
η
το
χαλασμέν
ο
κλητική
χαλασμέν
ε
χαλασμέν
η
χαλασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαλασμέν
οι
οι
χαλασμέν
ες
τα
χαλασμέν
α
γενική
των
χαλασμέν
ων
των
χαλασμέν
ων
των
χαλασμέν
ων
αιτιατική
τους
χαλασμέν
ους
τις
χαλασμέν
ες
τα
χαλασμέν
α
κλητική
χαλασμέν
οι
χαλασμέν
ες
χαλασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χαλασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χαλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για μηχανήματα
αγγλικά
:
out of order
(en)
,
inoperative
(en)
γαλλικά
:
abîmé
(fr)
γερμανικά
:
kaputt
(de)