χαλώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλώ < μεσαιωνική ελληνική χαλῶ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική χαλάω / χαλῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
χαλώ
- (μεταβατικό) καταστρέφω, προκαλώ βλάβη μία συσκευή, μηχάνημα, μηχανισμό ώστε να μη λειτουργεί πια
- (μεταβατικό) (παρωχημένο) σκοτώνω
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι (σχέση, διάθεση κλπ)
- αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση
- (μεταβατικό) κακομαθαίνω κάποιον
- μη του κάνεις όλες τις χάρες, θα μου το χαλάσεις
- (μεταβατικό) δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση
- αυτό το περιστατικό με χάλασε
- (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία
- αυτό το γλυκό με χάλασε
- (μεταβατικό) αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
- έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;
- (αμετάβατο) δεν λειτουργώ κανονικά, παθαίνω βλάβη
- χάλασε το αυτοκίνητο
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) καταστρέφομαι
- μ' αυτό το περιστατικό μου χάλασε η διάθεση
- (αμετάβατο) (για φαγητό) αλλοιώνομαι
- αφήσαμε το γάλα εκτός ψυγείου και χάλασε
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλάω - χαλώ | χαλούσα - χάλαγα | θα χαλάω - χαλώ | να χαλάω - χαλώ | χαλώντας | |
β' ενικ. | χαλάς | χαλούσες - χάλαγες | θα χαλάς | να χαλάς | χάλα - χάλαγε | |
γ' ενικ. | χαλάει - χαλά | χαλούσε - χάλαγε | θα χαλάει - χαλά | να χαλάει - χαλά | ||
α' πληθ. | χαλάμε - χαλούμε | χαλούσαμε - χαλάγαμε | θα χαλάμε - χαλούμε | να χαλάμε - χαλούμε | ||
β' πληθ. | χαλάτε | χαλούσαν - χαλάγατε | θα χαλάτε | να χαλάτε | χαλάτε | |
γ' πληθ. | χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | χαλούσαν(ε) - χάλαγαν - χαλάγανε | θα χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | να χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χάλασα | θα χαλάσω | να χαλάσω | χαλάσει | ||
β' ενικ. | χάλασες | θα χαλάσεις | να χαλάσεις | χάλασε | ||
γ' ενικ. | χάλασε | θα χαλάσει | να χαλάσει | |||
α' πληθ. | χαλάσαμε | θα χαλάσουμε | να χαλάσουμε | |||
β' πληθ. | χαλάσατε | θα χαλάσετε | να χαλάσετε | χαλάστε | ||
γ' πληθ. | χάλασαν χαλάσαν(ε) |
θα χαλάσουν(ε) | να χαλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλάσει | είχα χαλάσει | θα έχω χαλάσει | να έχω χαλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλάσει | είχες χαλάσει | θα έχεις χαλάσει | να έχεις χαλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλάσει | είχε χαλάσει | θα έχει χαλάσει | να έχει χαλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλάσει | είχαμε χαλάσει | θα έχουμε χαλάσει | να έχουμε χαλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλάσει | είχατε χαλάσει | θα έχετε χαλάσει | να έχετε χαλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλάσει | είχαν χαλάσει | θα έχουν χαλάσει | να έχουν χαλάσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προκαλώ βλάβη, κάνω κάτι να μη λειτουργεί σωστά
παύω να λειτουργώ
σωστά
κάνω ψιλά