Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλάω < χαλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαλῶ, συνηρημένος τύπος του χαλάω (χαλαρώνω). Η σημασία, από το μεσαιωνικό χαλῶ. Δείτε και το χαλνώ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λά‐ω

χαλάω/χαλώ, αόρ.: χάλασα, παθ.φωνή: χαλιέμαι, π.αόρ.: χαλάστηκα, μτχ.π.π.: χαλασμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. καταστρέφω, προκαλώ βλάβη μία συσκευή, μηχάνημα, μηχανισμό ώστε να μη λειτουργεί πια
    2. (παρωχημένο) σκοτώνω
    3. (μεταφορικά) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι (σχέση, διάθεση κλπ)
      ⮡  αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση
    4. κακομαθαίνω κάποιον
      Μη του κάνεις όλες τις χάρες, θα μου το χαλάσεις.
    5. δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση
      αυτό το περιστατικό με χάλασε
    6. προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία
      ⮡  αυτό το γλυκό με χάλασε
    7. αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
      ⮡  Έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;
    8. (λαϊκότροπο) σκοτώνω
      ※  Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, 'Ασμα δεύτερον. @greek-language.gr Οι τρεις. Διάκος. Πανουργιάς. Δυοβουνιώτης. στίχ.38, μιλά ο Δυοβουνιώτης.
      Είδα κι εγώ τη μάνα σου απόψε στ’ όνειρό μου
      και μου ’πε νά ’ρθω να σε βρω και να σου πω, Θανάση,
      που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάσει ο κόσμος,
  2. (αμετάβατο)
    1. δε λειτουργώ κανονικά, παθαίνω βλάβη
      ⮡  χάλασε το αυτοκίνητο
    2. (μεταφορικά) καταστρέφομαι
      μ' αυτό το περιστατικό μου χάλασε η διάθεση
    3. (για φαγητό) αλλοιώνομαι
      αφήσαμε το γάλα εκτός ψυγείου και χάλασε
    4. ξοδεύομαι
      ⮡  χαλάστηκαν πολλά λεφτά

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

  Μεταφράσεις

  Πηγές



  Ετυμολογία

χαλάω < προελληνική

  Ρήμα

χαλάω (συνηρημένο: χαλῶ)

  1. χαλαρώνω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
    ⮡  χαλᾶσθαι τόξα, νεῦρα, τόν πόδα, δεσμά, ἱστόν με αντώνυμο το συντείνειν
    (μεταφορικά)]] χαλᾶσθαι τὰ τῆς πολιτείας, με αντώνυμο το ἐπιτείνειν
  2. λύνω κάτι δεμένο
  3. ανοίγω τις πύλες, στις φράσεις κλῇθρα χάλασον και πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε
Ενεργ. ενεστ. χαλάω' και επικός τύποςχαλαίνω, μέλλων χαλάσω, αορ. ἐχάλασα επικός τύπος  και χάλασσα, παρακ. κεχάλακα
Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην', παρακ. κεχάλασμαι υπερσ. ἐκεχαλάσμην

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία