χαλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλάω < χαλ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χαλῶ, συνηρημένος τύπος του χαλάω (χαλαρώνω). Η σημασία, από το μεσαιωνικό χαλῶ. Δείτε και το χαλνώ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαχαλάω/χαλώ, αόρ.: χάλασα, παθ.φωνή: χαλιέμαι, π.αόρ.: χαλάστηκα, μτχ.π.π.: χαλασμένος
- (μεταβατικό)
- καταστρέφω, προκαλώ βλάβη μία συσκευή, μηχάνημα, μηχανισμό ώστε να μη λειτουργεί πια
- (παρωχημένο) σκοτώνω
- (μεταφορικά) καταστρέφω, προκαλώ ζημιά σε κάτι (σχέση, διάθεση κλπ)
- ⮡ αυτό το περιστατικό μου χάλασε τη διάθεση
- κακομαθαίνω κάποιον
- Μη του κάνεις όλες τις χάρες, θα μου το χαλάσεις.
- δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση
- αυτό το περιστατικό με χάλασε
- προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία
- ⮡ αυτό το γλυκό με χάλασε
- αλλάζω νόμισμα με μικρότερης αξίας νομίσματα
- ⮡ Έχετε να μου χαλάσετε ένα εικοσάρικο σε μονόευρα;
- (λαϊκότροπο) σκοτώνω
- ※ Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, 'Ασμα δεύτερον. @greek-language.gr Οι τρεις. Διάκος. Πανουργιάς. Δυοβουνιώτης. στίχ.38, μιλά ο Δυοβουνιώτης.
- Είδα κι εγώ τη μάνα σου απόψε στ’ όνειρό μου
και μου ’πε νά ’ρθω να σε βρω και να σου πω, Θανάση,
που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάσει ο κόσμος,
- (αμετάβατο)
- δε λειτουργώ κανονικά, παθαίνω βλάβη
- ⮡ χάλασε το αυτοκίνητο
- (μεταφορικά) καταστρέφομαι
- μ' αυτό το περιστατικό μου χάλασε η διάθεση
- (για φαγητό) αλλοιώνομαι
- αφήσαμε το γάλα εκτός ψυγείου και χάλασε
- ξοδεύομαι
- ⮡ χαλάστηκαν πολλά λεφτά
- δε λειτουργώ κανονικά, παθαίνω βλάβη
Άλλες μορφές
Εκφράσεις
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλάω - χαλώ | χαλούσα - χάλαγα | θα χαλάω - χαλώ | να χαλάω - χαλώ | χαλώντας | |
β' ενικ. | χαλάς | χαλούσες - χάλαγες | θα χαλάς | να χαλάς | χάλα - χάλαγε | |
γ' ενικ. | χαλάει - χαλά | χαλούσε - χάλαγε | θα χαλάει - χαλά | να χαλάει - χαλά | ||
α' πληθ. | χαλάμε - χαλούμε | χαλούσαμε - χαλάγαμε | θα χαλάμε - χαλούμε | να χαλάμε - χαλούμε | ||
β' πληθ. | χαλάτε | χαλούσατε - χαλάγατε | θα χαλάτε | να χαλάτε | χαλάτε | |
γ' πληθ. | χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | χαλούσαν(ε) - χάλαγαν - χαλάγανε | θα χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | να χαλάν(ε) - χαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χάλασα | θα χαλάσω | να χαλάσω | χαλάσει | ||
β' ενικ. | χάλασες | θα χαλάσεις | να χαλάσεις | χάλα - χάλασε | ||
γ' ενικ. | χάλασε | θα χαλάσει | να χαλάσει | |||
α' πληθ. | χαλάσαμε | θα χαλάσουμε | να χαλάσουμε | |||
β' πληθ. | χαλάσατε | θα χαλάσετε | να χαλάσετε | χαλάστε | ||
γ' πληθ. | χάλασαν χαλάσαν(ε) |
θα χαλάσουν(ε) | να χαλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλάσει | είχα χαλάσει | θα έχω χαλάσει | να έχω χαλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλάσει | είχες χαλάσει | θα έχεις χαλάσει | να έχεις χαλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλάσει | είχε χαλάσει | θα έχει χαλάσει | να έχει χαλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλάσει | είχαμε χαλάσει | θα έχουμε χαλάσει | να έχουμε χαλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλάσει | είχατε χαλάσει | θα έχετε χαλάσει | να έχετε χαλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλάσει | είχαν χαλάσει | θα έχουν χαλάσει | να έχουν χαλάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλιέμαι | χαλιόμουν(α) | θα χαλιέμαι | να χαλιέμαι | ||
β' ενικ. | χαλιέσαι | χαλιόσουν(α) | θα χαλιέσαι | να χαλιέσαι | ||
γ' ενικ. | χαλιέται | χαλιόταν(ε) | θα χαλιέται | να χαλιέται | ||
α' πληθ. | χαλιόμαστε | χαλιόμαστε χαλιόμασταν |
θα χαλιόμαστε | να χαλιόμαστε | ||
β' πληθ. | χαλιέστε | χαλιόσαστε χαλιόσασταν |
θα χαλιέστε | να χαλιέστε | χαλιέστε | |
γ' πληθ. | χαλιούνται | χαλιόνταν(ε) χαλιούνταν χαλιόντουσαν |
θα χαλιούνται | να χαλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλάστηκα | θα χαλαστώ | να χαλαστώ | χαλαστεί | ||
β' ενικ. | χαλάστηκες | θα χαλαστείς | να χαλαστείς | χαλάσου | ||
γ' ενικ. | χαλάστηκε | θα χαλαστεί | να χαλαστεί | |||
α' πληθ. | χαλαστήκαμε | θα χαλαστούμε | να χαλαστούμε | |||
β' πληθ. | χαλαστήκατε | θα χαλαστείτε | να χαλαστείτε | χαλαστείτε | ||
γ' πληθ. | χαλάστηκαν χαλαστήκαν(ε) |
θα χαλαστούν(ε) | να χαλαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χαλαστεί | είχα χαλαστεί | θα έχω χαλαστεί | να έχω χαλαστεί | χαλασμένος | |
β' ενικ. | έχεις χαλαστεί | είχες χαλαστεί | θα έχεις χαλαστεί | να έχεις χαλαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χαλαστεί | είχε χαλαστεί | θα έχει χαλαστεί | να έχει χαλαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλαστεί | είχαμε χαλαστεί | θα έχουμε χαλαστεί | να έχουμε χαλαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χαλαστεί | είχατε χαλαστεί | θα έχετε χαλαστεί | να έχετε χαλαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλαστεί | είχαν χαλαστεί | θα έχουν χαλαστεί | να έχουν χαλαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χαλασμένος - είμαστε, είστε, είναι χαλασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χαλασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χαλασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χαλασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χαλασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χαλασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χαλασμένοι |
Μεταφράσεις
προκαλώ βλάβη, κάνω κάτι να μη λειτουργεί σωστά
παύω να λειτουργώ
σωστά
κάνω ψιλά
Πηγές
- χαλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χαλάω < προελληνική
Ρήμα
χαλάω (συνηρημένο: χαλῶ)
- χαλαρώνω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- ⮡ χαλᾶσθαι τόξα, νεῦρα, τόν πόδα, δεσμά, ἱστόν με αντώνυμο το συντείνειν
- (μεταφορικά)]] χαλᾶσθαι τὰ τῆς πολιτείας, με αντώνυμο το ἐπιτείνειν
- λύνω κάτι δεμένο
- ανοίγω τις πύλες, στις φράσεις κλῇθρα χάλασον και πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε
Κλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- τύποι
- Ενεργ. ενεστ. χαλάω' και επικός τύπος χαλαίνω, μέλλων χαλάσω, αορ. ἐχάλασα επικός τύπος και χάλασσα, παρακ. κεχάλακα
- Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην', παρακ. κεχάλασμαι υπερσ. ἐκεχαλάσμην
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- χαλαρός
- χαλαρότης
- χάλασις
- χάλασμα
- Χαλάστρα (πόλη στον Θερμαϊκό)
- Χαλαστραῖον (υλικό που έπαιρναν από τη λίμνη της Χαλάστρας για να φτιάξουν σαπούνι)
Πηγές
επεξεργασία- χαλάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.