χαλάω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαλάω < χαλ(ώ) + -άω < αρχαία ελληνική χαλῶ < χαλάω
ΡήμαΕπεξεργασία
χαλάω
- → δείτε τη λέξη χαλώ
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χαλάω < προελληνική
ΡήμαΕπεξεργασία
χαλάω (συνηρημένο: χαλῶ)
- χαλαρώνω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- χαλᾶσθαι τόξα, νεῦρα, τόν πόδα, δεσμά, ἱστόν με αντώνυμο το συντείνειν
- (μεταφορικά) χαλᾶσθαι τὰ τῆς πολιτείας, με αντώνυμο το ἐπιτείνειν
- λύνω κάτι δεμένο
- ανοίγω τις πύλες, στις φράσεις κλῇθρα χάλασον και πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε
ΚλίσηΕπεξεργασία
- → λείπει η κλίση
- τύποι που απαντούν στην αρχαία ελληνική
- Ενεργ. ενεστ. χαλάω' και επικός τύπος χαλαίνω, μέλλων χαλάσω, αορ. ἐχάλασα επικός τύπος και χάλασσα, παρακ. κεχάλακα
- Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην', παρακ. κεχάλασμαι υπερσ. ἐκεχαλάσμην
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τὴν ὀργήν χάλασον: χαλάρωσε, ας το πάρει το ποτάμι, κάνε πέρα την οργή, παράβλεψέ το
Επεξεργασία
- χαλαρός
- χαλαρότης
- χάλασις
- χάλασμα
- Χαλάστρα (πόλη στον Θερμαϊκό)
- Χαλαστραῖον (υλικό που έπαιρναν από τη λίμνη της Χαλάστρας για να φτιάξουν σαπούνι)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «χαλάω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χαλάω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.