Ετυμολογία

επεξεργασία
se détraquer → δείτε τις λέξεις se και détraquer

se détraquer (fr) (+ ουσιαστικό)

  1. χαλώ, δεν δουλεύω καλά
    ma montre s'est détraquée - το ρολόι μου χάλασε
  2. χαλώ, ανακατώνω
    je me suis détraqué l'estomac avec le repas d'hier - χάλασα το στομάχι μου με το χθεσινό γεύμα