χάλασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλασμα ουδέτερο
- η φθορά, το αποτέλεσμα του χαλώ
- ερείπιο, γκρεμισμένο κτίριο (καταχρηστικά, χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός για την ίδια έννοια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχάλασμα αρσενικό
- χαλάρωμα, λασκάρισμα
- η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
- (ιατρική) η κήλη