↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλασμα τα χαλάσματα
      γενική του χαλάσματος των χαλασμάτων
    αιτιατική το χάλασμα τα χαλάσματα
     κλητική χάλασμα χαλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλασμα ουδέτερο

  1. η φθορά, το αποτέλεσμα του χαλώ
  2. ερείπιο, γκρεμισμένο κτίριο (καταχρηστικά, χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός για την ίδια έννοια)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χάλασμα < χαλάω, -ῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλασμα αρσενικό

  1. χαλάρωμα, λασκάρισμα
  2. η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
  3. (ιατρική) η κήλη

Συγγενικά

επεξεργασία