χαλάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλάρωμα < χαλαρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλάρωμα ουδέτερο (δόκιμο στον ενικό)
- (για ανθρώπους) το αποτέλεσμα του χαλαρώνω, η χαλάρωση, σωματική (με χαλάρωση των μυών) και ψυχική (με αποφυγή του στρες)
- το να αφήνεται μπόσικο, λάσκα κάτι που σφίγγει -ένα σκοινί, μια ζώνη, ο κόμπος της γραβάτας
- το να γίνεται χαλαρό κάτι που πολλοί θεωρούν χρήσιμο να είναι σφιχτό (οικογενειακοί δεσμοί, ηθική, η σχέση του ατόμου με τη θρησκεία κ.α.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλάρωμα
|