Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάσκα < λάσκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐σκα

  Επίρρημα επεξεργασία

λάσκα

  1. χαλαρά, χωρίς να είναι κάτι πολύ τεντωμένο
    άφησε λίγο λάσκα τα σχοινιά
  2. (μεταφορικά) χωρίς αυστηρή εφαρμογή νόμων και κανόνων
    ο διευθυντής έχει αφήσει λίγο λάσκα τους υφισταμένους του

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία