Ετυμολογία

επεξεργασία
αφήνω λάσκα τα λουριά <  δείτε τις λέξεις αφήνω, λάσκα και λουρί

αφήνω λάσκα τα λουριά

  • αφήνω πολλά περιθώρια σε κάποιον, χωρίς πίεση, να κάνει ότι επιθυμεί
      Εφαγαν το ξύλο της χρονιάς τους, ώσπου να καταφέρουν να τους «πείσουν» να φορέσουν εκείνα τα ρούχα. Ομως, το «στέμμα» στον μπερέ, κανένας δε δεχόταν να το φορέσει. Με κανέναν τρόπο. Το ξήλωσαν όλοι, και το πέταξαν. Ηταν κι αυτό μια νίκη. Οι βασανιστές υποχρεώθηκαν να κάνουν «τα στραβά μάτια». Προτίμησαν ν' ακολουθήσουν άλλη μέθοδο, πιο ελαστική. Να τους κερδίσουν με την «πειθώ». Με τη διαφώτιση... Ηταν Χριστούγεννα του 1949. «Άγιες μέρες»... Και τους άφησαν κι αυτούς λίγο λάσκα τα λουριά.
    Βασίλης Φυτσίλης, Διήγημα, Ριζοσπάστης, 2 Μαΐου 2004, σελ. 8

Μεταφράσεις

επεξεργασία