Δείτε επίσης: lâché

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lâche < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɑʃ/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lâche lâches

lâche (fr) αρσενικό ή θηλυκό