↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεντωμένος η τεντωμένη το τεντωμένο
      γενική του τεντωμένου της τεντωμένης του τεντωμένου
    αιτιατική τον τεντωμένο την τεντωμένη το τεντωμένο
     κλητική τεντωμένε τεντωμένη τεντωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεντωμένοι οι τεντωμένες τα τεντωμένα
      γενική των τεντωμένων των τεντωμένων των τεντωμένων
    αιτιατική τους τεντωμένους τις τεντωμένες τα τεντωμένα
     κλητική τεντωμένοι τεντωμένες τεντωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεντώνω

τεντωμένος, -η, -ο

  1. που έχει τεντωθεί
  2. (μεταφορικά) που διακατέχεται από ένταση ή άγχος, που δεν είναι χαλαρός ψυχικά

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (βαδίζω) σε τεντωμένο σχοινί: κάνω κάτι ριψοκίνδυνο που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς (μεταφορά από το βάδισμα του σχοινοβάτη)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία