τεντωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεντώνω
Μετοχή επεξεργασία
τεντωμένος, -η, -ο
- που έχει τεντωθεί
- (μεταφορικά) που διακατέχεται από ένταση ή άγχος, που δεν είναι χαλαρός ψυχικά
Εκφράσεις επεξεργασία
- (βαδίζω) σε τεντωμένο σχοινί: κάνω κάτι ριψοκίνδυνο που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς (μεταφορά από το βάδισμα του σχοινοβάτη)